Η Διαμεσολάβηση (mediation) είναι ένας τρόπος εξωδικαστικής επίλυσης μίας ευρείας γκάμας διαφορών, οι οποίες -μέχρι την εισαγωγή του θεσμού της Διαμεσολάβησης στην ελληνική έννομη τάξη- κατέληγαν αναγκαστικά να κριθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ο θεσμός μπορεί να είναι ακόμα “ξένος” στην Ελλάδα, όμως, εδώ και δεκαετίες λειτουργεί και εφαρμόζεται με επιτυχία σε πολλές χώρες, συμβάλλοντας αποφασιστικά και αποτελεσματικά στην ταχεία εξωδικαστική επίλυση αστικών και εμπορικών υποθέσεων.
Με την εισαγωγή του θεσμού της Διαμεσολάβησης, ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης των διαφορών, δίνεται πλέον η δυνατότητα στα αντιμαχόμενα-αντίδικα μέρη να αναζητήσουν και να επιτύχουν μία συμβιβαστική λύση, μία λύση που θα συμβαδίζει καλύτερα με τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους, μία λύση πολύπλευρη, που θα στοχεύει στο μέλλον και θα αξιοποιεί κάθε πρόταση, δυνατότητα, παροχή, ικανότητα ή προσφορά των μερών που συμμετέχουν.
Η επίλυση της διαφοράς είναι αποτέλεσμα της κοινής, αμοιβαίας και ισότιμης προσπάθειας των μερών, τα οποία, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που προσφέρει η θεσμοθετημένη και διαρθρωμένη διαδικασία της Διαμεσολάβησης και εκμεταλλευόμενα τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας αυτής, καταλήγουν συνειδητά στην επιλογή της καλύτερης δυνατής λύσης γι’ αυτά. Πρόκειται για τις λεγόμενες “win – win situations”, δηλαδή για λύσεις, από τις οποίες ωφελούνται όλες οι πλευρές.
Κεντρικό ρόλο στη διαδικασία αυτή κατέχει ο Διαμεσολαβητής, ένα πρόσωπο τρίτο σε σχέση με τα μέρη, ανεξάρτητο, ουδέτερο και αμερόληπτο, το οποίο είναι διαπιστευμένο από αρμόδιο φορέα, έχει ειδική κατάρτιση και εκπαίδευση και λόγω ακριβώς των ιδιαίτερων τεχνικών που μπορεί να χρησιμοποιήσει, ενεργεί καταλυτικά και επιτρέπει την ταχεία επίλυση της διαφοράς, ακόμα και όταν όλες οι προηγηθείσες προσπάθειες διαπραγμάτευσης, μεταξύ των μερών ή/και των δικηγόρων τους, έχουν αποτύχει.
Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η Διαμεσολάβηση, όταν διενεργείται από ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο Διαμεσολαβητή, διευκολύνει τα μέρη να εξαλείψουν τα εμπόδια στη μεταξύ τους επικοινωνία, να συζητήσουν ελεύθερα τα θέματα που τους απασχολούν, να εκφράσουν βαθύτερες σκέψεις και ανησυχίες τους, να εξωτερικεύσουν και εκλογικεύσουν τα συναισθήματά τους, να αντιληφθούν τα πραγματικά αίτια της διαφοράς τους, να κατανοήσουν και αποσαφηνίσουν τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους, να επιλύσουν τυχόν παρεξηγήσεις, να αναζητήσουν πεδία συμφωνίας και τελικά να συμφωνήσουν, ενσωματώνοντας τη συμφωνία αυτή σε ένα κοινό κείμενο.