Η Διαμεσολάβηση διακρίνεται ως η μόνη διαδικασία, κατά την οποία τα μέρη καταλήγουν μόνα τους σε μία αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, η οποία ακριβώς για το λόγο αυτό έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες βιωσιμότητας από κάθε άλλη επιβαλλόμενη λύση (δικαστική απόφαση, διαιτητική απόφαση κλπ). Χαρακτηρίζεται από την ελευθερία των μερών υπαγωγής σε αυτή, τη μη δεσμευτικότητα της διαδικασίας, την ταχύτητα επίλυσης της διαφοράς, την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και απόψεων που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκειά της, την ευελιξία της διαδικασίας και την αμεροληψία και ουδετερότητα του Διαμεσολαβητή, ο οποίος διευκολύνει και ενθαρρύνει τα μέρη προς την επίτευξη συμφωνίας.
α. Εκούσιος χαρακτήρας
Πρακτικά, ουδείς επιβάλει στα μέρη τη συμμετοχή τους στη Διαμεσολάβηση, ουδείς επιβάλει στα μέρη συγκεκριμένο Διαμεσολαβητή, ουδείς επιβάλει στα μέρη κάποιου είδους υποχρεωτική κατάληξη της Διαμεσολάβησης και επίτευξη συμφωνίας και ουδείς επιβάλει στα μέρη τη συμφωνία. Τα μέρη επιλέγουν ελεύθερα να συμμετάσχουν στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, επιλέγουν ελεύθερα και χωρίς περιορισμό ποιοι και πόσοι θα συμμετάσχουν από κάθε πλευρά, επιλέγουν από κοινού Διαμεσολαβητή, επιλέγουν οι ίδιοι αν και πότε θα αποχωρήσουν από τη διαδικασία, εφόσον το επιθυμούν και τέλος επιλέγουν οι ίδιοι το αν, πώς και πότε θα φτάσουν σε συμφωνία και τελικά ποια θα είναι αυτή (άρθρο 2 παρ. 2, άρθρο 5 παρ. 2, άρθρο 15 Ν. 4640/2019).
β. Ταχύτητα
Η Διαμεσολάβηση είναι μία εξαιρετικά ταχεία διαδικασία επίλυσης διαφορών. Παρόλο που δεν υπάρχει ρητός χρονικός περιορισμός και ρητή πρόβλεψη για τη διάρκειά της, η πρακτική της Διαμεσολάβησης, κυρίως στο εξωτερικό, καταδεικνύει ότι οκτώ (8) με δέκα (10) ώρες αρκούν κατά μέσο όρο για την επίτευξη της επιθυμητής συμφωνίας, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις επέρχεται εντός της ίδιας ημέρας από την έναρξη της διαδικασίας. Σήμερα, που ο μέσος όρος εκδίκασης μίας υπόθεσης ενώπιον των ελληνικών Δικαστηρίων και έκδοσης τελεσίδικης απόφασης κυμαίνεται από τέσσερα (4) έως οκτώ (8) έτη, το όφελος των μερών που επιλέγουν να επιλύσουν τη διαφορά τους με Διαμεσολάβηση είναι πρόδηλο.
γ. Απόρρητο διαδικασίας – Εμπιστευτικότητα - Εχεμύθεια
Κατά τη διάρκεια της Διαμεσολάβησης δεν τηρούνται πρακτικά, ενώ όλοι οι συμμετέχοντες σε αυτή δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας, γεγονός που τους απαγορεύει αφενός να κοινοποιήσουν πληροφορίες και στοιχεία, τα οποία κατέστησαν γνωστά σε αυτούς κατά τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης και αφετέρου να εξετασθούν ως μάρτυρες σε συναφή με την υπόθεση της Διαμεσολάβησης δική (άρθρο 5 παρ. 5 & 6 και άρθρο 16 Ν. 4640/2019).
Η Διαμεσολάβηση έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να συναντά κάθε μέρος χωριστά και να επικοινωνεί με αυτό ιδιαιτέρως, έχοντας υποχρέωση να μη μεταφέρει τις εμπιστευτικές πληροφορίες που συνέλεξε από το μέρος αυτό στο άλλο, χωρίς τη συναίνεση και τη ρητή εντολή του (άρθρο 5 παρ. 4 Ν. 4640/2019) .
δ. Αμεροληψία - Ουδετερότητα
Ο Διαμεσολαβητής είναι τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους διαδίκους και δεσμεύεται εκ του νόμου και υπαγόμενος σε αυστηρό Κώδικα Δεοντολογίας να είναι και να παραμένει ουδέτερος, πλήρως ανεξάρτητος και αμερόληπτος προς τη διένεξη και τα μέρη μέχρι το τέλος της διαδικασίας (άρθρο 2 παρ. 3 Ν. 4640/2019). Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει υποχρεωτικά τα μέρη για κάθε περίσταση, η οποία ενδέχεται να δώσει την εντύπωση ότι επηρεάζει την ανεξαρτησία του και αναλαμβάνει τα καθήκοντά του μόνο εφόσον συγκατατίθενται όλες οι πλευρές που συμμετέχουν στη Διαμεσολάβηση (άρθρα 13 και 14 Ν. 4640/2019).
Ο Διαμεσολαβητής σέβεται τα μέρη, κερδίζει την εμπιστοσύνη τους, μεριμνά διαρκώς για την ισότιμη εξυπηρέτησή τους, εξομαλύνει τυχόν αντιθέσεις και ανισότητες μεταξύ των μερών, δίνει ίσες ευκαιρίες έκφρασης και φροντίζει να αναδειχθούν ισότιμα τα συμφέροντα, οι θέσεις και οι ανάγκες όλων των μερών στο πλαίσιο της Διαμεσολάβησης.
ε. Ευελιξία διαδικασίας
Η Διαμεσολάβηση διακρίνεται από την ευελιξία της διαδικασίας της, η οποία ναι μεν είναι διαρθρωμένη, αποτελείται από συγκεκριμένα στάδια και ακολουθεί ορισμένους πολύ βασικούς κανόνες (εμπιστευτικότητα, απόρρητο κλπ), αλλά διαθέτει μεγάλα περιθώρια συμμετοχής και συμβολής των ίδιων των μερών και του Διαμεσολαβητή στον καθορισμό της. Τα μέρη μπορούν, λοιπόν, να προτείνουν, να δοκιμάσουν και να επιλέξουν τρόπους και ρυθμούς διεξαγωγής της Διαμεσολάβησης, μπορούν να καθορίσουν τον τόπο και το χρόνο διεξαγωγής της, να θέσουν υπόψη του Διαμεσολαβητή διάφορες επιθυμίες τους και να συμβάλουν δυναμικά και ενεργητικά στην όλη διαδικασία (άρθρο 5 παρ. 3 και άρθρο 15 Ν. 4640/2019).
στ. Γόνιμος διάλογος
Η Διαμεσολάβηση και εν γένει οι τεχνικές και μέθοδοι που αναπτύσσονται σε αυτή, δίνουν τη δυνατότητα στα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις, τις σκέψεις, τους φόβους, τους προβληματισμούς, τις επιθυμίες, τους στόχους τους είτε ενώπιον της άλλης (αντίδικης) πλευράς, είτε εμπιστευτικά ενώπιον του Διαμεσολαβητή. Έχουν στη διάθεσή τους όσο χρόνο θελήσουν και μπορούν να επικουρούνται από τεχνικούς συμβούλους, πραγματογνώμονες, φίλους, συγγενείς ή άλλα πρόσωπα εμπιστοσύνης τους. Με την παρουσία και ουσιαστική συμβολή του εκπαιδευμένου Διαμεσολαβητή, ο διάλογος μεταξύ των μερών, που μπορεί πιο πριν να ήταν αδύνατος, στο πλαίσιο της Διαμεσολάβησης διευκολύνεται, εξελίσσεται, είναι γόνιμος και εποικοδομητικός. Η Διαμεσολάβηση είναι η μόνη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας τα μέρη ενθαρρύνονται και μπορούν να εκφράσουν -εκτός από τις θέσεις τους- τα συναισθήματά τους. Με τον τρόπο αυτό και με τη βοήθεια που τους προσφέρει ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη αποφορτίζονται και είναι έτοιμα να απαγκιστρωθούν από το παρελθόν και να στοχεύσουν στο μέλλον τους.