Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης εισήχθη στη χώρα μας το έτος 2010 με το Νόμο 3898/2010 “Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η κοινοτική Οδηγία με αριθμό 2008/52/ΕΚ. Εν συνεχεία, ο Νόμος 4512/2018 και ειδικότερα οι διατάξεις των άρθρων 178-206 αυτού, κατήργησαν τον αρχικό νόμο και τον αντικατέστησαν. Οι εν λόγω διατάξεις (πλην του άρθρου 205) καταργήθηκαν με το άρθρο 33 παρ. 1 του νέου Νόμου 4640/2019, ο οποίος είναι ο μόνος πλέον που ρυθμίζει τα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Στο άρθρο 2 παρ. 2 του νόμου αυτού, ως Διαμεσολάβηση ορίζεται “μία διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως, με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα, να επιλύσουν με συμφωνία μία διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή”.
Η Διαμεσολάβηση του Ν. 4640/2019 διακρίνεται σαφώς και αντιδιαστέλλεται από τη διαδικασία απονομής Δικαιοσύνης, τη διαδικασία δηλαδή που ακολουθείται ενώπιον των Δικαστηρίων. Τα Δικαστήρια υποχρεούνται να εφαρμόσουν μία συγκεκριμένη αυστηρή διαδικασία με συγκεκριμένους αυστηρούς κανόνες (δικονομικοί κανόνες) και να καταλήξουν, λαμβάνοντας υπόψη τους εκάστοτε κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν μία διαφορά, σε μία δικαστική κρίση, η οποία επιβάλλεται στα αντίδικα μέρη και η εκτέλεσή της δεν έχει κανένα περιθώριο ευελιξίας.
Η Διαμεσολάβηση διακρίνεται σαφώς και από τη διαδικασία της Διαιτησίας, κατά την οποία λαμβάνεται μία επίσης εκτελεστή και εξαναγκαστική απόφαση, και από το θεσμό της Δικαστικής Μεσολάβησης, ο οποίος εισήχθη με το Νόμο 4055/2012 (άρθρο 214Β του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) και αποτελεί μεν διαδικασία προσπάθειας επίλυσης της διαφοράς, εντός, όμως, των πλαισίων του δικαστικού συστήματος και με τη συμμετοχή Δικαστή, διορισμένου στο κατά τόπον αρμόδιο Πρωτοδικείο.