Εντολέας μας – εργαζόμενος ως οδηγός φορτηγού με καθεστώς μερικής απασχόλησης σε μεγάλη ανώνυμη εμπορική βιομηχανική εταιρεία, μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, απευθύνθηκε στο γραφείο μας και άσκησε αγωγή κατά της εργοδότριας εταιρείας, διεκδικώντας δεδουλευμένους μισθούς και υπερωρίες. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την αντίδικο εταιρεία στην καταβολή του αιτούμενου ποσού στον εργαζόμενο.
Η αντιδικία, όμως, δεν τελείωσε εκεί, καθώς η αντίδικος άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία εκδικάσθηκε έξι χρόνια αργότερα.
Πριν λίγους μήνες εκδόθηκε η απόφαση του Εφετείου, η οποία απέρριψε ολοσχερώς την έφεση, επιτρέποντας πλέον στον εντολέα μας να εισπράξει -και μάλιστα νομιμοτόκως- το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό.
Η πορεία μέχρι την έκδοση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης, υπήρξε ιδιαιτέρως δύσκολη, ειδικά ως προς το σκέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, για την πλευρά του εργαζόμενου, ο οποίος ήρθε αντιμέτωπος με την άρνηση και τον εύλογο φόβο των συναδέλφων του να καταθέσουν ως μάρτυρες.
Έτσι, μεταξύ άλλων, στηρίξαμε τους αγωγικούς μας ισχυρισμούς στους ταχογράφους του φορτηγού οχήματος, από τους οποίους και προέκυπταν οι ώρες κίνησης του φορτηγού (άρα και οι ώρες απασχόλησης του εντολέα μας), επιτυγχάνοντας τη θετική έκβαση της υπόθεσης.
Επισημαίνεται ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της αντιδίκου εταιρείας, μετά από μυνητήρια αναφορά του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας, στην οποία επίσης προσφύγαμε, διώχθηκε και καταδικάστηκε ποινικά με απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για τη μη καταβολή δεδουλευμένων μισθών, κατ’ εξακολούθηση.