Τον προηγούμενο χρόνο, είχα την ευκαιρία να χειριστώ τρεις διαφορετικές υποθέσεις αστικού δικαίου (μία εμπράγματου, μία οικογενειακού και μία ενοχικού δικαίου), οι οποίες μου ανατέθηκαν κατόπιν παύσης της εντολής χειρισμού τους από προηγούμενους συναδέλφους. Όλες αφορούσαν σφοδρές αντιδικίες διάρκειας από πέντε έως και δώδεκα έτη.
Ουδείς εκ των εντολέων μου εκδήλωσε την πρόθεση εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς που τους ταλαιπωρούσε επί χρόνια. Δεν μου έκανε εντύπωση το ότι κανείς μέχρι τότε δεν τους το είχε προτείνει, διότι είναι γνωστή η απροθυμία των συναδέλφων να συμβάλουν στη με οποιοδήποτε τρόπο εξωδικαστική επίλυση των διαφορών. Άλλοι δεν θέλουν, άλλοι δεν μπορούν και άλλοι δεν πιστεύουν ότι μπορούν. Μου έκανε, όμως, μεγάλη εντύπωση το ότι όταν πρότεινα στους εντολείς μου να έρθω σε επικοινωνία με τους αντιδίκους και να προσπαθήσω να διερευνήσω τα σημεία σύγκλισης των δύο πλευρών και τα τυχόν περιθώρια διαπραγμάτευσης μεταξύ τους, δεν με κοιτούσαν απλά έκπληκτοι, αλλά δεν ήθελαν καν να συζητήσουν μαζί μου αυτό το ενδεχόμενο. Μάλιστα, η δική μου επιμονή συνοδεύτηκε από σχόλια όπως “προφανώς δεν έχεις καταλάβει για τι ανθρώπους μιλάμε..” ή “δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις άκρη..” ή “τόσα χρόνια με ταλαιπωρεί, δεν έχω να συζητήσω κάτι με αυτόν..” κλπ.
Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι η δυσπιστία τους ως προς το προτεινόμενο εκ μέρους μου εγχείρημα πήγαζε ουσιαστικά από τη γνώμη που είχαν σχηματίσει για το χαρακτήρα και την προσωπικότητα των αντιδίκων (γνώμη που εκδηλωνόταν με άκρως υποτιμητικά σχόλια τόσο για τους ίδιους τους αντιδίκους όσο και για τον πληρεξούσιο δικηγόρο αυτών, τον οποίο ταύτιζαν απόλυτα μαζί τους και τον θεωρούσαν αναμφισβήτητα μέρος του προβλήματος) και όχι από την πεποίθησή τους ότι το πρόβλημα είναι αντικειμενικά δυσεπίλυτο.
Με την επικράτηση του μοναδικού επιχειρήματος που κατάφερε να μην αποδομηθεί και συνοψίζεται στο γνωστό “δεν χάνουμε και τίποτα..”, κατάφερα τελικά να εκμαιεύσω την ελάχιστη αναγκαία συναίνεση των εντολέων μου και να επικοινωνήσω με την άλλη πλευρά. Η επικοινωνία έγινε με αποστολή email στη μία περίπτωση, με αποστολή εξώδικης πρόσκλησης στην άλλη και με ένα απλό τηλεφώνημα στην τελευταία. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν ακολούθησα τις επιθυμίες των εντολέων μου, οι οποίοι ήθελαν άμεσα να καταθέσω πολλαπλές μηνύσεις και αγωγές εναντίον της άλλης πλευράς, τήρησα, όμως, την υποχρέωση που έχουμε ως δικηγόροι σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 37 του Κώδικα Δικηγόρων, τα οποία προβλέπουν “.. στο έργο (του δικηγόρου) περιλαμβάνεται και η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας” και “.. ο δικηγόρος οφείλει … να επιχειρεί το συμβιβασμό υποθέσεων που είναι δεκτικές συμβιβασμού”.
Χρειάστηκε να ξεπεραστούν πολλά εμπόδια και να διενεργηθούν χρονοβόρες και δύσκολες διαπραγματεύσεις προκειμένου τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία. Το μεγαλύτερο εμπόδιο συνίστατο στον κλονισμό των σχέσεων και στην έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Μετά από χρόνια αντιδικίας στα δικαστήρια, είχε σταματήσει οριστικά οιαδήποτε επικοινωνία, οι πλευρές είχαν δαιμονοποιηθεί εκατέρωθεν με αποτέλεσμα ακόμα και η αναγκαία συνάντησή τους στις αίθουσες των δικαστηρίων να είναι δυσχερώς ανεκτή. Χρειάστηκε περισσή υπομονή εκ μέρους μου και αφιέρωση πραγματικά πολύ χρόνου στην ακρόαση της ίδιας ιστορίας από την αντίθετη οπτική (την οπτική των αντιδίκων), η οποία (όπως διαπίστωσα πλέον και στην πράξη) λειτούργησε εκτονωτικά. Η εκτόνωση των μερών ήταν καταλυτικό στοιχείο για την πορεία της υπόθεσης. Μετά από αυτή και με την αίσθηση της αντίδικης πλευράς ότι αρχίζει να γίνεται κατανοητή, όλα έγιναν πολύ πιο απλά και εύκολα.
Σήμερα, λοιπόν, βρίσκονται σε ισχύ τρία συμφωνητικά. Σίγουρα δεν είναι τέλεια, δεν είναι ιδανικά. Υπάρχουν, όμως, γεγονός που φάνταζε εντελώς αδύνατο πριν μήνες και η ύπαρξή τους συνιστά από μόνη της τεράστια επιτυχία. Αν, δε, ληφθεί υπόψη ότι σχεδόν σπάνια ένα μέρος επιτυγχάνει την ιδανική δικαστική απόφαση, η οποία εξυπηρετεί απόλυτα και αποκλειστικά τα δικά του συμφέροντα, τότε το αίσθημα της επιτυχίας εμπεδώνεται ακόμα περισσότερο. Οι σχέσεις σε καμία περίπτωση δεν έχουν αποκατασταθεί, έχουν, όμως “μαλακώσει”. Και μπορεί όλοι να παραμένουν ακόμα αρκετά δύσπιστοι, περιμένοντας πότε η άλλη πλευρά δεν θα αντέξει και θα παραβιάσει τα συμφωνηθέντα, όμως την ίδια στιγμή τους προκαλεί αμηχανία το γεγονός ότι “οι άλλοι” υπέγραψαν. Μα πώς; Αφού ήταν αδύνατο!
Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για το μέλλον των συμφωνιών, όμως έως σήμερα λειτουργούν και το γεγονός ότι ήδη ματαιώνονται συζητήσεις προσδιορισμένων εκατέρωθεν αγωγών, συνιστά κέρδος για όλους (εκτός από την τσέπη μου, όπως έσπευσαν να μου πουν αρκετοί, γεγονός, ωστόσο, που δεν ενστερνίζομαι, καθώς το τι συνιστά κέρδος για τον καθένα, εξαρτάται από τη σκοπιά που αυτός βλέπει τα πράγματα και από το γνώμονα γύρω από τον οποίο επιλέγει να ασκεί το επάγγελμά του)!
Ένιωσα την ανάγκη να μοιραστώ τις ως άνω προσωπικές εμπειρίες, για να καταδείξω πόσο η τόσο επίκαιρη διαμεσολάβηση μπορεί πραγματικά να συμβάλει στην αποσυμφόρηση της δικαιοσύνης, στην ταχύτητα διευθέτησης των ιδιωτικών διαφορών και στην κατά το δυνατόν αρμονικότερη συνέχιση της ζωής των διαδίκων μερών. Πρέπει, βέβαια, να πιστεύεις πολύ σε αυτήν και στις δυνατότητές της και αναγνωρίζω την εξαιρετική δυσκολία του εγχειρήματος. Άλλωστε ποτέ δεν μάθαμε, ποτέ δεν εκπαιδευθήκαμε ως κλάδος και ως κοινωνία στο συμβιβασμό, τη σύγκλιση, την υποχώρηση, το διάλογο, την κατανόηση, την υπομονή, την ψυχραιμία.
Υπάρχουν, δικαιολογημένα ή μη, σφοδρές και ευρείας έκτασης αντιδράσεις για την υπό ψήφιση υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης. Είναι αλήθεια ότι ο θεσμός δε συνάδει εκ της φύσεώς του με την υποχρεωτική, αλλά με την προαιρετική προσφυγή των μερών σε αυτόν. Αναρωτιέμαι, όμως, ειλικρινώς με ποιόν τρόπο μπορεί να διαδοθεί αυτός -πόσο μάλλον να εμπεδωθεί και καθιερωθεί στη συνείδηση και την κουλτούρα μας, όταν αυτοί που πρέπει, ήτοι έχουν εκ του νόμου υποχρέωση να τον στηρίξουν με κάθε τρόπο, αρνούνται να το κάνουν και τον πολεμούν, είτε από άγνοια είτε από πεποίθηση. Είναι παραπάνω από προφανές ότι η απόπειρα θέσπισης ως υποχρεωτικής της προσφυγής στο θεσμό της διαμεσολάβησης είναι το αποτέλεσμα της επταετούς ανεπαρκούς ενημέρωσης του κλάδου μας και της επταετούς ελλιπούς διάδοσής του. Έρχεται, δηλαδή, εκ των υστέρων, με μεγάλη χρονική απόσταση (δυστυχώς και με λάθος τρόπο..) για να καλύψει τα δικά μας κενά και τα δικά μας ελλείμματα. Σε όσες χώρες η διαμεσολάβηση είναι προαιρετική, λειτουργεί και επιλέγεται ως δυνατότητα από τα εμπλεκόμενα μέρη. Στη χώρα μας είναι προαιρετική επί επτά χρόνια και δεν λειτουργεί, όχι γιατί δοκιμάστηκε και απέτυχε (το αντίθετο, όπου δοκιμάστηκε, πέτυχε..), αλλά γιατί δεν επιλέχθηκε καν από εμάς.
Σίγουρα, όσοι συνάδελφοι αναγιγνώσκουν τη μείωση των δικαστηρίων ως μείωση των εισοδημάτων τους, μόνο ως κίνδυνο μπορούν να αντιλαμβάνονται τη διαμεσολάβηση. Αυτή, αν μη τι άλλο, είναι μια θέση κατανοητή και ξεκάθαρη οπότε το παρόν κείμενο μάλλον δεν τους αφορά. Όσοι, όμως, απλά δυσκολεύονται να πιστέψουν ή αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του θεσμού, με αποτέλεσμα να διστάζουν να προσφύγουν σε αυτόν, προεξοφλώντας την αποτυχία του, όσοι επίσης δεν είναι ορθά ενημερωμένοι και καταλήγουν σε εσφαλμένα συμπεράσματα όπως ότι επιβαρύνει οικονομικά τους διαδίκους, ότι αρκούν μόνο οι δικηγόροι των μερών για να επιτευχθεί εξωδικαστική συμφωνία, ότι ο διαμεσολαβητής είναι περιττός κλπ, καλό θα ήταν να μελετήσουν ουσιαστικά το θεσμό, να τον εμπιστευθούν και να του δώσουν μία ουσιαστική ευκαιρία. Διότι ακόμα και υποχρεωτική να γίνει η προσφυγή στη διαμεσολάβηση, όταν οι συμμετέχοντες εκ των προτέρων δεν πιστεύουν, δε γνωρίζουν και δεν εμπιστεύονται τη διαδικασία, τότε η υποχρεωτικότητα δεν θα είναι η ευκαιρία, αλλά η καταδίκη του θεσμού.
Εξάλλου, έχουμε υποχρέωση να προσπαθήσουμε και να παύσουμε πλέον να κρυβόμαστε πίσω από τις επιθετικές και συγκρουσιακές διαθέσεις των εντολέων, οι οποίες μας βολεύουν και μας απενοχοποιούν, καθώς μας επιτρέπουν να μεταβιβάζουμε σχεδόν πάντα την ευθύνη για την επιλογή της δικαστικής αντί της εξωδικαστικής οδού σε αυτούς, οι οποίοι είναι δήθεν κάθε φορά αμετάπειστοι και απρόθυμοι να συμβιβαστούν. Τα προαναφερόμενα παραδείγματα μακροχρόνιων αντιδικιών που κατέληξαν σε συμβιβασμό, επειδή κάποιος το πίστεψε και το πάλεψε, μας δείχνουν το δρόμο.
Όσον αφορά δε το ρόλο του διαμεσολαβητή σε αυτή την εξωδικαστική διαδικασία, ο οποίος τόσο πολύ υποτιμάται και αμφισβητείται, είναι αυτός ακριβώς που διασφαλίζει την επιτυχία της. Στις ανωτέρω υποθέσεις που χειρίστηκα, αναγκάστηκα να υπερβώ το ρόλο του δικηγόρου και να χρησιμοποιήσω τις τεχνικές του διαμεσολαβητή που έχω διδαχθεί, μέχρι να φέρω τα μέρη στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση που απαιτείται προκειμένου να αρχίσουν να διαπραγματεύονται, να συζητούν και να ανταλλάσσουν προτάσεις μεταξύ τους. Αυτός ο ρόλος ούτε απλός ούτε εύκολος είναι, γι’ αυτό και δεν μπορεί παρά να ανήκει σε ένα κατάλληλα εκπαιδευμένο άτομο. Ο διαμεσολαβητής διαθέτει όλα τα αναγκαία προσόντα και όλες τις δεξιότητες που απαιτούνται ώστε να διαχειριστεί τις διαφορετικές και μοναδικές προσωπικότητες που συμμετέχουν στη διαδικασία, να διερευνήσει τα βαθύτερα αίτια των συμπεριφορών τους, να ανακαλύψει και να φέρει στην επιφάνεια τις ανάγκες, τα συμφέροντα, τα μυστικά τους. Η διαδικασία που ακολουθεί είναι εξαιρετικά επίπονη και ψυχοφθόρα για τον ίδιο, με αποτέλεσμα το τέλος αυτής να τον βρίσκει εξαντλημένο ψυχικά και σωματικά.
Δυστυχώς, δεν έχει καταστεί ακόμα σαφές ότι τα πλαίσια εντός των οποίων κινείται ο διαμεσολαβητής, τα καθήκοντα, οι γνώσεις και οι δεξιότητές του είναι εντελώς διαφορετικές και δε συναντιούνται καθόλου με τις αντίστοιχες του πληρεξούσιου δικηγόρου. Πολλές φορές, μάλιστα, τα καθήκοντά τους είναι αντίθετα μεταξύ τους. Ενδεικτικά: α) ο πληρεξούσιος δικηγόρος έχει καθήκον να υπερασπίζεται αποκλειστικά τα συμφέροντα του εντολέα του, σε αντίθεση με το διαμεσολαβητή που έχει καθήκον να είναι αμερόληπτος από την αρχή έως το τέλος της διαδικασίας και β) ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να γνωρίζει τον εκάστοτε εφαρμοστέο νόμο και να τον χρησιμοποιεί αποκλειστικά προς όφελος του εντολέα του, σε αντίθεση με το διαμεσολαβητή, ο οποίος οφείλει να απέχει από το νομικό σκέλος της υπόθεσης. Η παράβαση δε, αυτών των εκ διαμέτρου αντίθετων καθηκόντων, εγείρει και για τους δύο σοβαρότατες πειθαρχικές ευθύνες και κυρώσεις. Επίσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της μίας πλευράς απαγορεύεται να αποκαλύψει στην αντίδικη πλευρά τα αδύναμα σημεία των εντολέων του, αυτά δηλαδή που τους καθιστούν νομικά τρωτούς και ευάλωτους σε ενδεχόμενη δίκη. Αυτά αποκαλύπτονται εμπιστευτικά και από τις δύο πλευρές μόνο στο διαμεσολαβητή, ο οποίος και γνωρίζει πως θα τα διαχειριστεί προς όφελος της διαπραγμάτευσης. Επομένως, η παρουσία, συμμετοχή και αλληλεπίδραση των πληρεξουσίων δικηγόρων και διαδίκων και του διαμεσολαβητή είναι απολύτως αναγκαία και σε αυτή ακριβώς εντοπίζεται η καινοτομία της διαμεσολάβησης, η οποία την ξεχωρίζει από οποιαδήποτε άλλη μέθοδο εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών.
Δεν πρόκειται για μία απλή συζήτηση μεταξύ των μερών. Η διαμεσολάβηση είναι μία διαρθρωμένη διαδικασία, διέπεται από κανόνες, διαιρείται σε συγκεκριμένα στάδια, ακολουθεί συγκεκριμένες δομές, εφαρμόζει συγκεκριμένες τεχνικές. Ταυτόχρονα, ΔΕΝ απονέμει δικαιοσύνη, δεν αποσκοπεί στη στείρα εφαρμογή του νόμου, δεν επιβάλλει, δεν αποφασίζει, δεν ασκεί εξουσία (αυτός ο ρόλος ανήκει αποκλειστικά στα δικαστήρια). Διαμορφώνει -μετά από πολλή δουλειά- το κατάλληλο περιβάλλον και τις κατάλληλες συνθήκες ώστε τα μέρη να μπορούν να διαπραγματευθούν εντελώς ελεύθερα, απαλλαγμένα από φόβους, εγωισμούς και προκαταλήψεις και κυρίως με ασφάλεια, εμπιστευτικότητα και εχεμύθεια, χαρακτηριστικά που δεν προβλέπονται και δεν διασφαλίζονται σε άλλες διαδικασίες.
Στο πλαίσιο αυτό, ο διαμεσολαβητής φέρει εξ ολοκλήρου την ευθύνη της κατάλληλης προετοιμασίας των μερών για την αποδοχή μίας συμφωνίας και οι παραστάντες δικηγόροι μαζί με τα μέρη φέρουν εξ ολοκλήρου την ευθύνη για το περιεχόμενο (πραγματικό και νομικό) της συμφωνίας. Οι ρόλοι είναι σαφώς διακριτοί και κανείς δεν επεμβαίνει στη δουλειά του άλλου. Ο διαμεσολαβητής “σκάβει” βαθιά στην ψυχολογία των μερών και τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας δεν είναι ποτέ προβλέψιμα. Γι’ αυτό και οι λύσεις που μπορούν να αναδυθούν από αυτή την πολύωρη τριβή του διαμεσολαβητή με το κάθε μέρος ξεχωριστά (απουσία του άλλου) είναι πολλές και διαφορετικές, μοναδικές και απρόβλεπτες. Ας δώσουμε, λοιπόν, στη διαμεσολάβηση την ευκαιρία που της αξίζει. Ας πιστέψουμε στις λύσεις που μόνο αυτή μπορεί να αναδείξει, λύσεις που δεν επιβάλλονται στα μέρη (όπως συμβαίνει με τις δικαστικές αποφάσεις), αλλά προτείνονται και επιλέγονται αποκλειστικά από τα ίδια (και ΠΟΤΕ από το διαμεσολαβητή, όπως εσφαλμένα διαδίδεται), όταν και εφόσον αυτά νιώσουν έτοιμα και έχοντας ως γνώμονα περισσότερο τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους και πολύ λιγότερο τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα δικαίου.
Αντωνία Κιάτου
Δικηγόρος LL.M
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ